λευκογραφίς

λευκογραφίς
λευκογραφίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία
2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα-γραφίς, υπο-γραφίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λευκογραφίς — clay for painting white fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκογραφίδα — λευκογραφίς clay for painting white fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκογραφίδος — λευκογραφίς clay for painting white fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MOROCHTHIS Gemma — Dioscoridi λευκογραφὶς et γαλαζίας; Aetio μοροζὸς, ab Aegyptiis adhibita olim, ad dealbanda lintea: ᾧ χρῶνται, inquit, ςτιλπνοῦντες τὰς ὀςθόνας. Dioscorides, ᾧ καὶ ὁι ὀςθονοποιοὶ πρὸς λεύκωσιν τῶ ἱματίων χρῶνται, μαλακῷ καὶ ἐυανέτῳ ὄντι. Colore… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”