- λευκογραφίς
- λευκογραφίς, -ίδος, ἡ (Α)1. είδος πηλού χρήσιμου στη λευκογραφία2. είδος μαλακού λίθου χρήσιμου για τη λεύκανση τών ρούχων, αλλ. μόροχθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + γραφίς (< γραφή), πρβλ. παρα-γραφίς, υπο-γραφίς].
Dictionary of Greek. 2013.